- χρωμόμετρο
- το, Νβλ. χρωματόμετρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρωμόμετρο — το βλ. χρωματόμετρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
χρωματόμετρο — χρωματόμετρο, το και χρωμόμετρο, το όργανο με το οποίο καθορίζεται ο βαθμός της περιεκτικότητας υγρών διαλυμάτων σε χρωστική ουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)